- ανεκπληξια
- ἀνεκπληξίαἡ неустрашимость Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνεκπληξία — ἀνεκπληξίᾱ , ἀνεκπληξία imperlurbability fem nom/voc/acc dual ἀνεκπληξίᾱ , ἀνεκπληξία imperlurbability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκπληξία — ἀνεκπληξία, η (Α) αφοβία, αταραξία, ψυχραιμία … Dictionary of Greek
ἀνεκπληξίαις — ἀνεκπληξία imperlurbability fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)